Αυτό σίγουρα παρέχει μια κατά κανόνα ρεαλιστική ερμηνεία του αντίκτυπου που θα έχει στην πραγματικότητα η οδηγία για τον (νόμιμο) κατώτατο μισθό στους μισθούς των εργαζομένων στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Υπό αυτή την έννοια, το ελληνικό μνημόνιο κατανόησης (2010) είναι εξαιρετικά σημαντικό, όπου προβλέπεται ρητά μια μεταρρύθμιση σχετικά με τον καθορισμό ενός εθνικού κατώτατου μισθού, προσέξτε, “σε ένα ενιαίο ποσοστό σε μονιμότερη βάση”, ως εναλλακτική λύση και σε πλήρη αντίθεση με τους ετερογενώς καθορισμένους κατώτατους μισθούς – π.χ. όπως συμβαίνει και στην Ιταλία ανάλογα με τις παραγωγικές κατηγορίες – δεδομένου ότι, όπως λέγεται, οι διαφορές μεταξύ των συμβατικών κατώτατων μισθών “δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα την παραγωγικότητα”.
Εν ολίγοις, ο στόχος είναι να δημιουργηθεί ένας ενιαίος κατώτατος μισθός, ο οποίος θα καθορίζεται με νόμο, επομένως με μια κεντρική πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όχι για την καλύτερη προστασία των εργαζομένων, αλλά για να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να αυξήσουν με τη μία την παραγωγικότητα.
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και το Κυπριακό Μνημόνιο Συνεννόησης (2012), μέσω του οποίου οι κατώτατοι μισθοί που καθορίζονται ανά κλάδο και επαγγελματική κατηγορία συνδέονται άμεσα με τις ανάγκες ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων:
“4.2. Προκειμένου να αποφευχθούν πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση, οι κυπριακές αρχές δεσμεύονται ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου του προγράμματος, οποιεσδήποτε αλλαγές στον κατώτατο μισθό για συγκεκριμένα επαγγέλματα και κατηγορίες εργαζομένων θα είναι σύμφωνες με τις εξελίξεις στην οικονομία και την αγορά εργασίας και θα πραγματοποιούνται μόνο μετά από διαβούλευση με τους εταίρους του προγράμματος.”
Όπως έχει ήδη εξηγηθεί επανειλημμένα, χωρίς καν να αμφισβητηθούν οι υποχρεώσεις των προηγούμενων ετών, η ευρωπαϊκή οδηγία που ρυθμίζει τον νόμιμο κατώτατο μισθό επιτρέπει στην πραγματικότητα στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα να αρχίσουν να θέτουν τα θεμέλια για την κεντρική μισθολογική διακυβέρνηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτός ο κίνδυνος ειλικρινά δεν αντισταθμίζεται από τις διαβεβαιώσεις προς τις συνδικαλιστικές οργανώσεις – και συνεπώς προς τους εργαζόμενους που καλύπτονται από την Συλογική Σύμβαση Εργασίας (ΣΣΕ) – που διαβάζει κανείς ανάμεσα στις γραμμές του νέου κανονισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι μεταξύ των παραμέτρων που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα κράτη κατά τον καθορισμό των νόμιμων κατώτατων μισθών είναι ακριβώς η “παραγωγικότητα” (άρθρο 5, παράγραφος 2):
Διαβάζοντας λοιπόν τα μνημόνια συνεννόησης, ανακαλύπτει κανείς ότι η ευρωπαϊκή οδηγία δεν είναι σίγουρα η πρώτη προσπάθεια κεντρικής ρύθμισης των μισθών στην ευρωπαϊκή πολιτική. Αποκαλύπτεται επίσης με σαφήνεια ποια είναι η πραγματική κατεύθυνση της πολιτικής που ακολουθείται στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, η οποία συνδέει ξεκάθαρα τις αποδοχές των εργαζομένων με τις ανάγκες των επιχειρήσεων γενικευμένα και σε ευρεία κλίμακα, ανάγοντας και πάλι την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα σε υψηλότερο επίπεδο ενδιαφέροντος από αυτό των εργαζομένων, και με τον τρόπο αυτό, οι θεσμοί συμμετέχουν στη σύγκρουση κεφαλαίου-εργασίας υπέρ των πρώτων.
Της Lidia Undiemi
Πηγή: lantidiplomatico